- καταρρᾳστωνεύω
- καταρρᾳστωνεύω, strengthd. for ῥᾳστωνεύω, Sch.Luc.Par.41 ([voice] Pass.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταρραστωνεύω — καταρρᾳστωνεύω (Α) είμαι τελείως αδρανής, δεν κοπιάζω καθόλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ῥαστωνεύω (< ῥαστώνη «ανακούφιση, ευκολία»)] … Dictionary of Greek